- σπείρωσις
- σπείρ-ωσις, εως, ἡ,= σπείραμα, Sch.Arat.86, 697.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπείρωση — η / σπείρωσις, ώσεως, ΝΑ [σπειροῡμαι/σπειρῶ] νεοελλ. ναυτ. (σχετικά με σχοινί, ιδίως αγόμενο) η τοποθέτηση στο κατάστρωμα σε επάλληλες σπείρες, σε κουλούρες, κν. κούρκωμα αρχ. συστροφή, κουλούριασμα … Dictionary of Greek
σπειρώσεως — σπειρώσεω̆ς , σπείρωσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπείρωσι — σπείρω sow aor subj act 3rd pl σπείρω sow pres subj act 3rd pl σπείρωσις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπείρωσιν — σπείρω sow aor subj act 3rd pl σπείρω sow pres subj act 3rd pl σπείρωσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)